αιμορραγικός

αιμορραγικός
η , ό[ν]
1) склонный к кровотечениям; 2) вызывающий кровотечение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αιμορραγικός" в других словарях:

  • αιμορραγικός — ή, ό (Α αἱμορραγικός, ή, ὸν) [αἱμορραγία] αυτός που συχνά αιμορραγεί νεοελλ. αυτός που προκαλεί ή συνοδεύεται από αιμορραγία ή που σχετίζεται με αιμορραγία …   Dictionary of Greek

  • αἱμορραγικά — αἱμορραγικός liable to neut nom/voc/acc pl αἱμορραγικά̱ , αἱμορραγικός liable to fem nom/voc/acc dual αἱμορραγικά̱ , αἱμορραγικός liable to fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμορραγικῶν — αἱμορραγικός liable to fem gen pl αἱμορραγικός liable to masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμορραγικόν — αἱμορραγικός liable to masc acc sg αἱμορραγικός liable to neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμορραγικοί — αἱμορραγικός liable to masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμορραγικωτέρους — αἱμορραγικός liable to masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμορραγικῇ — αἱμορραγικός liable to fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμορραγικῶς — αἱμορραγικός liable to adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιμορραγία — Η έξοδος του αίματος από τα αγγεία που το περιέχουν. Μπορεί να οφείλεται σε τραυματικές βλάβες ή σε παθήσεις που προκαλούν αλλοίωση στα τοιχώματα των αγγείων. Μερικές φορές η τοπική αιτία παραμένει άγνωστη, γιατί το αγγείο που έχει θιγεί… …   Dictionary of Greek

  • αἱμορραγικάς — αἱμορραγικά̱ς , αἱμορραγικός liable to fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»